- ἄσπουδα
- ἄσπουδοςwithout ambitionneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασπούδα — η σπουδή, βιασύνη, πόθος ζωηρός: Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ έφθασε μ ασπούδα, έπαιζε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα (Σολωμός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπούδα — και ασπούδα, η, Ν (διαλ. τ.) βιασύνη … Dictionary of Greek